- ιχνογράφος
- ο , η рисовальщи|к, -ца
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ιχνογράφος — ὁ αυτός που ασχολείται με την ιχνογραφία, αυτός που ιχνογραφεί, σχεδιαστής, σκιτσογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴχνος + γράφος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Βασίλειο Λάκωνα] … Dictionary of Greek
ιχνογράφος, ο — η σχεδιαστής καλλιτέχνης που ασχολείται με την ιχνογραφία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek
ίχνος — το (AM ἴχνος) 1. το αποτύπωμα τού ποδιού στο έδαφος, πατημασιά, χνάρι 2. κάθε σημάδι, αποτύπωμα ή άλλη ένδειξη που αφήνει κάποιο αντικείμενο («ίχνη τροχών») 3. μτφ. για αφηρημένες έννοιες) υπόλειμμα, λείψανο, απομεινάρι (α. «ίχνη πανάρχαιου… … Dictionary of Greek
ιχνογραφία — ἡ (Α ἰχνογραφία) [ιχνογράφος] παράσταση ενός θέματος με γραμμές και χωρίς χρώματα, σχεδίασμα, ιχνογράφημα νεοελλ. 1. το σχετικό μάθημα που διδάσκεται στα σχολεία 2. το μαθητικό τετράδιο ή βιβλίο που περιέχει ασκήσεις ή υποδείγματα ιχνογράφησης … Dictionary of Greek
ιχνογραφικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην ιχνογραφία ή στον ιχνογράφο 2. το θηλ. ως ουσ. η ιχνογραφική (ενν. τέχνη) η τέχνη τής ιχνογραφίας. επίρρ... ιχνογραφικώς και ά με ιχνογράφηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχνογραφία ή ἰχνογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1803… … Dictionary of Greek
ιχνογραφώ — έω [ιχνογράφος] σχεδιάζω κάτι με γραμμές (χωρίς χρώματα), ζωγραφίζω με μολύβι, σκιτσάρω, σκαριφίζω … Dictionary of Greek
Σοντέ, Διονύσιος Αντώνιος — (Chaudet, 1763 – 1810). Γάλλος γλύπτης, ζωγράφος και ιχνογράφος. θεωρείται ως ένας από τους καλύτερους εκπρόσωπους του νεοκλασικισμού στη Γαλλία. Τα σπουδαιότερα από τα έργα του τιτλοφορούνται «Βελισάριος» (1791) και «Ο Κυπάρισσος ενώ θρηνεί τη… … Dictionary of Greek